écouvillonnage
Γαλλικά (fr) επεξεργασία
ενικός | πληθυντικός |
écouvillonnage | écouvillonnages |
Ουσιαστικό επεξεργασία
écouvillonnage (fr) αρσενικό
- καθαρισμός με ένα ειδικό βουρτσάκι (→ δείτε τη λέξη écouvillon)
ενικός | πληθυντικός |
écouvillonnage | écouvillonnages |
écouvillonnage (fr) αρσενικό