écoconsommation
Γαλλικά (fr) επεξεργασία
Ετυμολογία επεξεργασία
- écoconsommation < éco- + consommation
Ουσιαστικό επεξεργασία
ενικός | πληθυντικός |
écoconsommation | écoconsommations |
écoconsommation (fr) θηλυκό
- κατανάλωση που σέβεται το περιβάλλον, που δημιουργεί πολύ μικρή ποσότητα απορριμάτων