éclairement
Γαλλικά (fr)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασία- éclairement < éclairer
Προφορά
επεξεργασία- ΔΦΑ : /e.klɛʁ.mɑ̃/
Ουσιαστικό
επεξεργασίαενικός | πληθυντικός |
éclairement | éclairements |
éclairement (fr) αρσενικό
- ο φωτισμός
ενικός | πληθυντικός |
éclairement | éclairements |
éclairement (fr) αρσενικό