ενικός         πληθυντικός  
écarquillement écarquillements

  Ουσιαστικό

επεξεργασία

écarquillement (fr) αρσενικό

  • το γούρλωμα
    l'écarquillement des yeux - το γούρλωμα των ματιών

Συγγενικά

επεξεργασία