ébruitement
Γαλλικά (fr)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασία- ébruitement < → λείπει η ετυμολογία
Προφορά
επεξεργασία- ΔΦΑ : /e.bʁɥit.mɑ̃/
Ουσιαστικό
επεξεργασίαενικός | πληθυντικός |
ébruitement | ébruitements |
ébruitement (fr) αρσενικό
- η διάδοση ενός μυστικού