ébranchage
Γαλλικά (fr)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασία- ébranchage < → λείπει η ετυμολογία
Προφορά
επεξεργασία- ΔΦΑ : /e.bʁɑ̃.ʃaʒ/
Ουσιαστικό
επεξεργασίαενικός | πληθυντικός |
ébranchage | ébranchages |
ébranchage (fr) αρσενικό
- το κλάδεμα
ενικός | πληθυντικός |
ébranchage | ébranchages |
ébranchage (fr) αρσενικό