ébauchoir
Γαλλικά (fr)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασία- ébauchoir < → λείπει η ετυμολογία
Προφορά
επεξεργασίαΟυσιαστικό
επεξεργασίαενικός | πληθυντικός |
ébauchoir | ébauchoirs |
ébauchoir (fr) αρσενικό
- εργαλείο για τον προσχεδιασμό διαφόρων μορφών
ενικός | πληθυντικός |
ébauchoir | ébauchoirs |
ébauchoir (fr) αρσενικό