Ετυμολογία 1

επεξεργασία
çay < (κληρονομημένο) οθωμανική τουρκική چای (çay) στη σημασία: τσάι < κινεζική (chá, σε διαλέκτους: tê)

  Ουσιαστικό

επεξεργασία

çay (tr)

  Ετυμολογία 2

επεξεργασία
çay < (κληρονομημένο) οθωμανική τουρκική چای (çay) στη σημασία: μικρό ποτάμι < κληρονομημένο από την πρωτοτουρκική *čāy

  Ουσιαστικό

επεξεργασία

çay (tr)

  • çay - μονόγλωσσο τουρκικό Ετυμολογικό Λεξικό «Türkçe Etimolojik Sözlük» (2002) του Σεβάν Νισανιάν