Τουρκικά (tr)Επεξεργασία

  Ετυμολογία Επεξεργασία

çariçe < (άμεσο δάνειο) ρωσική царица (tsarítsa)

  ΠροφοράΕπεξεργασία

ΔΦΑ : /t͡ʃɑɾiˈt͡ʃɛ/
τυπογραφικός συλλαβισμός: ça‐ri‐çe

  ΟυσιαστικόΕπεξεργασία

çariçe (tr)

ΚλίσηΕπεξεργασία

Παράγωγες λέξειςΕπεξεργασία

Δείτε επίσηςΕπεξεργασία