aveuglette
(Ανακατεύθυνση από à l'aveuglette)
Γαλλικά (fr)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασία- aveuglette < aveuglectes aveugle
Προφορά
επεξεργασία- ΔΦΑ : /a⋅l‿a.vœ.ɡlɛt/
Επίρρημα
επεξεργασία'à l''aveuglette (fr)
- στα τυφλά
'à l''aveuglette (fr)