Çankırı
Τουρκικά (tr) επεξεργασία
Ετυμολογία επεξεργασία
- Çankırı < οθωμανική τουρκική چانقیری (Çankırı). Μορφολογικά αναλύεται σε çan (καμπάνα) + kırı (οριστική ονομαστική ενικού του kır (ύπαιθρος)).
Προφορά επεξεργασία
- ΔΦΑ : /tʃɑŋˈkɯ.ɾɯ/
Κύριο όνομα επεξεργασία
Çankırı (tr)