block
Αγγλικά (en) επεξεργασία
Ετυμολογία επεξεργασία
- block < → λείπει η ετυμολογία
Προφορά επεξεργασία
Ουσιαστικό επεξεργασία
ενικός | πληθυντικός |
block | blocks |
block (en)
- ογκόλιθος
- αποκλεισμός
- (μετρήσιμο) το τετράγωνο
- ↪ The store is just two blocks from our house.
- Το μαγαζί είναι μόλις δύο τετράγωνα απ' το σπίτι μας.
- ↪ The store is just two blocks from our house.
- φραγή
- (προγραμματισμός) ενότητα, που αναφέρεται τόσο σε τμήματα δεδομένων όσο και σε αυτοτελή κομμάτια κώδικα μιας γλώσσας προγραμματισμού
- ※ JavaScript statements can be grouped together in code blocks, inside curly brackets {...}. [1]
- Οι εντολές της JavaScript μπορούν να ομαδοποιηθούν σε ενότητα κώδικα, μέσα σε αγκύλες {...}.
- Για ομάδα εντολών σε μία ενότητα δείτε: σύνθετη εντολή [2]
- ≈ συνώνυμα: compound-statement
- ※ JavaScript statements can be grouped together in code blocks, inside curly brackets {...}. [1]
Ρήμα επεξεργασία
ενεστώτας | block |
γ΄ ενικό ενεστώτα | blocks |
αόριστος | blocked |
παθητική μετοχή | blocked |
ενεργητική μετοχή | blocking |
block (en) (μεταβατικό)
- μπλοκάρω, εμποδίζω, αποκλείω, σταματώ κάτι από το να κινηθεί ή να ρέει μέσα από έναν σωλήνα, έναν διάδρομο, έναν δρόμο κτλ. βάζοντας κάτι μέσα
- ↪ A landslide blocked the road to Corinth.
- Μια κατολίσθηση μπλοκάρισε το δρόμο της Κορίνθου.
- ↪ The drains are blocked.
- Έχει μπλοκάρει η αποχέτευση.
- ↪ The police blocked the road to check all the cars entering the city.
- Η αστυνομία εμπόδισε τον δρόμο για να ελέγξει όλα τα αυτοκίνητα που εισέρχονται στην πόλη.
- ↪ The road was blocked by the recent landslides.
- Ο δρόμος αποκλείστηκε από τις τελευταίες καθιζήσεις.
- ≈ συνώνυμα: block off, blockade, clog, close off, cut off και plug
- ↪ A landslide blocked the road to Corinth.
- μπλοκάρω, σταματώ κάποιον από το να πάει κάπου ή να δει κάτι στέκοντας μπροστά του ή στο δρόμο του
- ↪ The children had been blocking the way.
- Τα παιδιά είχαν μπλοκάρει το δρόμο.
- ↪ The children had been blocking the way.
Παράγωγα επεξεργασία
Πολυλεκτικοί όροι επεξεργασία
- Server Message Block (SMB)
Αναφορές επεξεργασία
- ↑ (αγγλικά) JavaScript Statements. Πρόσβαση 2021-03-07.
- ↑ «Εισαγωγή στις γλώσσες προγραμματισμού με τη γλώσσα C», σελ. 54, Τμήμα Μαθηματικών του Πανεπιστημίου Αιγαίου. πρόσβαση:27/09/2019
Πηγές επεξεργασία
- block (noun) - Oxford Learner's Dictionaries
- block (verb) - Oxford Learner's Dictionaries
- Stavropoulos, D N (2008). Stavropoulos, G N. ed. Oxford Greek-English Learner's Dictionary (Revised έκδοση). Oxford: Oxford University Press. σελ. 103. ISBN 9780194325684., λήμμα: αποκλείω
Γαλλικά (fr) επεξεργασία
Ετυμολογία επεξεργασία
- block < → λείπει η ετυμολογία
Ουσιαστικό επεξεργασία
block (fr)