Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

  Ετυμολογία επεξεργασία

εμποδίζω < αρχαία ελληνική ἐμποδίζω < ἐν + πούς

  Προφορά επεξεργασία

ΔΦΑ : /em.boˈði.zo/

  Ρήμα επεξεργασία

εμποδίζω (παθητική φωνή: εμποδίζομαι)

  1. θέτω εμπόδια
  2. γίνομαι εμπόδιο

Άλλες μορφές επεξεργασία

Συνώνυμα επεξεργασία

Συγγενικά επεξεργασία

Κλίση επεξεργασία

  Μεταφράσεις επεξεργασία