Δείτε επίσης: εν, ἕν

Αρχαία ελληνικά (grc) επεξεργασία

  Πρόθεση επεξεργασία

ἐν

  1. μέσα
  2. με (δηλώνει το μέσο ή το όργανο)
    ἐν τούτῳ νίκα