Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική το εμπόδιο τα εμπόδια
      γενική του εμποδίου
εμπόδιου
των εμποδίων
    αιτιατική το εμπόδιο τα εμπόδια
     κλητική εμπόδιο εμπόδια
Κατηγορία όπως «πρόσωπο» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία επεξεργασία

εμπόδιο < αρχαία ελληνική ἐμπόδιον < ἐν + πούς

  Προφορά επεξεργασία

ΔΦΑ : /emˈbo.ði.o/

  Ουσιαστικό επεξεργασία

εμπόδιο ουδέτερο

  1. καθετί που με φυσικό ή τεχνητό τρόπο δυσχεραίνει ή κάνει αδύνατη μια πορεία προς ορισμένη κατεύθυνση
  2. (ειδικότερα) τεχνητό φράγμα που τοποθετείται σε τακτές αποστάσεις και πάνω από αυτό πηδούν οι αθλητές δρόμων ταχύτητας
  3. (μεταφορικά) οτιδήποτε εμποδίζει

Συνώνυμα επεξεργασία

Εκφράσεις επεξεργασία

Συγγενικά επεξεργασία

  Μεταφράσεις επεξεργασία