block off
Αγγλικά (en) επεξεργασία
ενεστώτας | block off |
γ΄ ενικό ενεστώτα | blocks off |
αόριστος | blocked off |
παθητική μετοχή | blocked off |
ενεργητική μετοχή | blocking off |
Ετυμολογία επεξεργασία
Ρήμα επεξεργασία
block off (en)
ενεστώτας | block off |
γ΄ ενικό ενεστώτα | blocks off |
αόριστος | blocked off |
παθητική μετοχή | blocked off |
ενεργητική μετοχή | blocking off |
block off (en)