clog
Αγγλικά (en) επεξεργασία
Προφορά επεξεργασία
Ουσιαστικό επεξεργασία
ενικός | πληθυντικός |
clog | clogs |
clog (en)
Ρήμα επεξεργασία
ενεστώτας | clog |
γ΄ ενικό ενεστώτα | clogs |
αόριστος | clogged |
παθητική μετοχή | clogged |
ενεργητική μετοχή | clogging |
clog (en)
Παράγωγα επεξεργασία
Πηγές επεξεργασία
Ιρλανδικά γαελικά (ga) επεξεργασία
Ουσιαστικό επεξεργασία
clog (ga)
- το ρολόι