blocking
Αγγλικά (en) επεξεργασία
Ρηματικός τύπος επεξεργασία
blocking (en)
Ουσιαστικό επεξεργασία
ενικός | πληθυντικός |
blocking | blockings |
blocking (en)
- (πληροφορική) κατάσταση στην οποία ο υπολογιστής ή κάποιο πρόγραμμα σαματά να αλληλεπιδρά έως ότου ολοκληρώσει κάποια εργασία