Δείτε επίσης: κτυπάω, κτυπέω

Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

  Ετυμολογία επεξεργασία

χτυπάω < χτυπ(ώ) + -άω < (κληρονομημένο) μεσαιωνική ελληνική χτυπῶ < αρχαία ελληνική κτυπῶ, συνηρημένος τύπος του κτυπέω < κτύπος

  Προφορά επεξεργασία

ΔΦΑ : /xtiˈpa.o/
τυπογραφικός συλλαβισμός: χτυ‐πά‐ω

  Ρήμα επεξεργασία

χτυπάω/χτυπώ, πρτ.: χτυπούσα/χτύπαγα, αόρ.: χτύπησα, παθ.φωνή: χτυπιέμαι, π.αόρ.: χτυπήθηκα, μτχ.π.π.: χτυπημένος

  1. (μεταβατικό) ασκώ κάποια δύναμη σε κάποιον ή κάτι, το(ν) βαρώ, το(ν) πλήττω
    Χτυπάω την πέτρα μ' ένα σφυρί.
    Με χτύπησε ένα μηχανάκι, αλλά τη γλίτωσα.
  2. (μεταβατικό) (επιτίθεμαι και) δέρνω
  3. (μεταβατικό) προκαλώ βλάβη, αρρώστια, δυστυχία
    Η μοίρα τον χτύπησε σκληρά.
  4. (μεταβατικό) ανακατεύω
  5. (μεταβατικό) κρούω ή αγγίζω κάτι, προκαλώντας κάποιον ήχο
    χτυπώ το κουδούνι / την πόρτα / την καμπάνα
  6. (μεταβατικό, οικείο) παίρνω ή καταναλώνω
    Θα χτυπήσω κανένα κουραμπιεδάκι!
    Χτύπησα ένα μεταχειρισμένο αυτοκίνητο σε πολύ καλή κατάσταση.
  7. (αμετάβατο) πέφτω πάνω σε κάτι ή κάποιον και πλήττομαι, τραυματίζομαιχαλάω, για άψυχο)
    Χτυπήσανε δυο αυτοκίνητα· τρακάρανε πολύ άσχημα.
  8. (παθητικό) χτυπιέμαι: οδύρομαι
  9. ηχώ (για ξυπνητήρι, συναγερμό)

Άλλες μορφές επεξεργασία

Εκφράσεις επεξεργασία

Συγγενικά επεξεργασία

Κλίση επεξεργασία

  Μεταφράσεις επεξεργασία

  Πηγές επεξεργασία