πλήττομαι
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
Ρηματικός τύπος επεξεργασία
πλήττομαι
- παθητική φωνή του ρήματος πλήττω
Αρχαία ελληνικά (grc) επεξεργασία
Ρηματικός τύπος επεξεργασία
πλήττομαι
- α΄ πρόσωπο ενικού οριστικής ενεστώτα - μεσοπαθητική φωνή του ρήματος πλήττω