Δείτε επίσης: κτυπάω, χτυπάω, χτυπώ, κτυπώ, κτυπῶ

Αρχαία ελληνικά (grc) επεξεργασία

  Ετυμολογία επεξεργασία

κτυπέω < κτύπος + -έω

  Ρήμα επεξεργασία

κτυπέω

  1. ηχώ, αντηχώ
  2. προκαλώ αντήχηση ή κάποιον ήχο
  3. βροντώ

Κλίση επεξεργασία