χτυπημένος
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
Ετυμολογία επεξεργασία
- χτυπημένος < μετοχή παθητικού παρακειμένου του ρήματος χτυπάω / χτυπώ
Προφορά επεξεργασία
- ΔΦΑ : /xti.piˈme.nos/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : χτυ‐πη‐μέ‐νος
Μετοχή επεξεργασία
χτυπημένος, -η, -ο
- που τον έχουν χτυπήσει, που έχει χτυπηθεί
- λαβωμένος, τραυματισμένος
Μεταφράσεις επεξεργασία
που έχει χτυπηθεί
|
άλλες σημασίες
→ δείτε τη λέξη τραυματισμένος |