Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός      
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο τριτογενής η τριτογενής το τριτογενές
      γενική του τριτογενούς* της τριτογενούς του τριτογενούς
    αιτιατική τον τριτογενή την τριτογενή το τριτογενές
     κλητική τριτογενή(ς) τριτογενής τριτογενές
↓ πτώσεις   πληθυντικός  
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι τριτογενείς οι τριτογενείς τα τριτογενή
      γενική των τριτογενών των τριτογενών των τριτογενών
    αιτιατική τους τριτογενείς τις τριτογενείς τα τριτογενή
     κλητική τριτογενείς τριτογενείς τριτογενή
* Και προφορικός τύπος σε -ή στη γενική ενικού αρσενικού, ή και θηλυκού
Κατηγορία όπως «συνεχής» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

  Ετυμολογία επεξεργασία

τριτογενής < τριτο- + -ο- + -γενής (μεταφραστικό δάνειο από τη γαλλική tertiaire)

  Επίθετο επεξεργασία

τριτογενής, -ής, -ές

  1. τρίτος σε μια σειρά εξέλιξης
  2. (οικονομία) ο τομέας της παροχής υπηρεσιών (τράπεζες, μεταφορές, τηλεπικοινωνίες, κλπ)
    → δείτε τις λέξεις πρωτογενής και δευτερογενής

Πολυλεκτικοί όροι επεξεργασία

Συγγενικά επεξεργασία

Δείτε επίσης επεξεργασία

  Μεταφράσεις επεξεργασία