Δείτε επίσης: -τρια

Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

  Ετυμολογία επεξεργασία

τρία < (κληρονομημένο) αρχαία ελληνική τρία, ουδέτερο του τρεῖς < πρωτοελληνική *tréyes < πρωτοϊνδοευρωπαϊκή tréyes (τρεις)

  Προφορά επεξεργασία

ΔΦΑ : /ˈtɾi.a/
τυπογραφικός συλλαβισμός: τρί‐α
 
ομόηχο: Τροία

  Αριθμητικό επεξεργασία

τρία (αριθμητικό επίθετο)

Παράγωγα επεξεργασία

αριθμητικά
απόλυτο: τρία
ψηφίο: τριάρι
τακτικό: τρίτος
πολλαπλασιαστικό:  τριπλός
αναλογικό: τρίτος
περιληπτικό: τριάδα, τριαριά  
επίρρημα: τρις, τριάκις
πρόθημα: τρι-
 
χρονικά
λεπτά: τρίλεπτο
ώρες: τρίωρο
ημέρες: τριήμερο
μήνες: τρίμηνο
έτη: τριετία
διάρκεια:    
  τριετής, τριετές, τρίχρονος, τρίχρονη, τρίχρονο  

Συγγενικά επεξεργασία

→ και δείτε τη λέξη τρεις

  Μεταφράσεις επεξεργασία