σουαχίλι
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
Ουσιαστικό επεξεργασία
σουαχίλι άκλιτο, θηλυκό, μόνο στον ενικό ή ουδέτερο, μόνο στον πληθυντικό
Δείτε επίσης : Κατηγορία: Γλώσσα σουαχίλι |
σουαχίλι άκλιτο, θηλυκό, μόνο στον ενικό ή ουδέτερο, μόνο στον πληθυντικό