Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός      
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο δευτερογενής η δευτερογενής το δευτερογενές
      γενική του δευτερογενούς* της δευτερογενούς του δευτερογενούς
    αιτιατική τον δευτερογενή τη δευτερογενή το δευτερογενές
     κλητική δευτερογενή(ς) δευτερογενής δευτερογενές
↓ πτώσεις   πληθυντικός  
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι δευτερογενείς οι δευτερογενείς τα δευτερογενή
      γενική των δευτερογενών των δευτερογενών των δευτερογενών
    αιτιατική τους δευτερογενείς τις δευτερογενείς τα δευτερογενή
     κλητική δευτερογενείς δευτερογενείς δευτερογενή
* Και προφορικός τύπος σε -ή στη γενική ενικού αρσενικού, ή και θηλυκού
Κατηγορία όπως «συνεχής» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

  Ετυμολογία επεξεργασία

δευτερογενής < δεύτερος + γένος

  Επίθετο επεξεργασία

δευτερογενής

  1. δευτερεύων
  2. (οικονομία) ο τομέας της μεταποιητικής, βιοτεχνικής και βιομηχανικής δραστηριότητας
    → δείτε τις λέξεις πρωτογενής και τριτογενής

  Μεταφράσεις επεξεργασία