εμπόριο
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | το | εμπόριο | τα | εμπόρια |
γενική | του | εμπορίου & εμπόριου |
των | εμπορίων |
αιτιατική | το | εμπόριο | τα | εμπόρια |
κλητική | εμπόριο | εμπόρια | ||
Κατηγορία όπως «πρόσωπο» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία επεξεργασία
- εμπόριο < αρχαία ελληνική ἐμπόριον (ἐν + πορεία)
Προφορά επεξεργασία
- ΔΦΑ : /emˈbo.ɾi.o/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : ε‐μπό‐ρι‐ο
- παλιότερος συλλαβισμός : εμ‐πό‐ρι‐ο
- τονικό παρώνυμο: εμπορείο
Ουσιαστικό επεξεργασία
εμπόριο ουδέτερο
- (οικονομία) η οικονομική δραστηριότητα που αποσκοπεί στην αποκόμιση κέρδους από την αγορά και μεταπώληση αγαθών
Σύνθετα επεξεργασία
ως δεύτερο συνθετικό
όπως
Συγγενικά επεξεργασία
- → δείτε τη λέξη έμπορος