προσεκτικός
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
Ετυμολογία επεξεργασία
- προσεκτικός < (διαχρονικό δάνειο) αρχαία ελληνική προσεκτικός < προσεκ- (προσέχω < προσ- + ἔχω) + -τικός
Προφορά επεξεργασία
- ΔΦΑ : /pɾo.se.ktiˈkos/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : προ‐σε‐κτι‐κός
- {{συλλ|παλ=1|προσ|εκ|τι|κός
Επίθετο επεξεργασία
προσεκτικός, -ή, -ό
- που προσέχει, που σκέφτεται ή ενεργεί με προσοχή
- που γίνεται με προσοχή
- (κατ’ επέκταση) συνετός
- (κατ’ επέκταση) επιφυλακτικός
Άλλες μορφές επεξεργασία
Αντώνυμα επεξεργασία
Συγγενικά επεξεργασία
- αξιοπρόσεκτα / αξιοπρόσεχτα
- απρόσεκτα / απρόσεκτα
- προσεκτικά / προσεχτικά
- → δείτε τις λέξεις προσέχω, προς και έχω
Μεταφράσεις επεξεργασία
προσεκτικός
Πηγές επεξεργασία
- προσεκτικός - Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής (1998) του Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη (συντομογραφίες-σύμβολα). Η Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας
- προσεκτικός - Χαραλαμπάκης, Χριστόφορος (επιμέλεια) (2014). Χρηστικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας. Αθήνα: Ακαδημία Αθηνών. (ψηφιοποιημένη έκδοση από το 2023, συντομογραφίες-σύμβολα)
Αρχαία ελληνικά (grc) επεξεργασία
Ετυμολογία επεξεργασία
Παράγωγα επεξεργασία
Πηγές επεξεργασία
- προσεκτικός - Επιτομή του Λεξικού Λίντελ-Σκοτ, Λεξικό της Αρχαίας Ελληνικής Γλώσσας (Επιτομή του Μεγάλου Λεξικού, εκδ. Πελεκάνος, 2007), Ψηφίδες στο Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας, 2012
- προσεκτικός - ΛΟΓΕΙΟΝ (αγγλικά, από το 2011) Λεξικά για την αρχαία ελληνική και λατινική γλώσσα (στα αγγλικά, γαλλικά, ισπανικά, κ.λπ.) Πανεπιστήμιο του Σικάγου.