Αγγλικά (en) επεξεργασία

παραθετικά
θετικός careful
συγκριτικός carefuller / more careful
υπερθετικός carefullest / most careful

  Ετυμολογία επεξεργασία

careful < care + -ful

  Επίθετο επεξεργασία

careful (en)

  • προσεκτικός
    a careful driver - προσεκτικός οδηγός
    Be careful with your work/of your health/about the size/what you say.
    Πρόσεχε τη δουλειά σου/την υγεία σου/το μέγεθος/τι λες.
    I am careful about my health.
    Προσέχω την υγεία μου.

Συνώνυμα επεξεργασία

Αντώνυμα επεξεργασία

Σύνθετα επεξεργασία

Άλλες μορφές επεξεργασία

  Πηγές επεξεργασία