Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός      
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο επιφυλακτικός η επιφυλακτική το επιφυλακτικό
      γενική του επιφυλακτικού της επιφυλακτικής του επιφυλακτικού
    αιτιατική τον επιφυλακτικό την επιφυλακτική το επιφυλακτικό
     κλητική επιφυλακτικέ επιφυλακτική επιφυλακτικό
↓ πτώσεις   πληθυντικός  
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι επιφυλακτικοί οι επιφυλακτικές τα επιφυλακτικά
      γενική των επιφυλακτικών των επιφυλακτικών των επιφυλακτικών
    αιτιατική τους επιφυλακτικούς τις επιφυλακτικές τα επιφυλακτικά
     κλητική επιφυλακτικοί επιφυλακτικές επιφυλακτικά
Κατηγορία όπως «καλός» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

  Ετυμολογία επεξεργασία

επιφυλακτικός < επιφυλάσσω + -τικός

  Επίθετο επεξεργασία

επιφυλακτικός

Συγγενικά επεξεργασία

  Μεταφράσεις επεξεργασία