Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

  Ετυμολογία επεξεργασία

επιφυλάσσω < λείπει η ετυμολογία

  Ρήμα επεξεργασία

επιφυλάσσω, αόρ.: επιφύλαξα/επεφύλαξα, παθ.φωνή: επιφυλάσσομαι, π.αόρ.: επιφυλάχθηκα

  1. προετοιμάζω, προορίζω κάτι
    Δεν ξέρω τι μου επιφυλάσσει η ζωή, η μοίρα μου.
  2. → και δείτε την παθητική φωνή:  επιφυλάσσομαι

Κλίση επεξεργασία

  Μεταφράσεις επεξεργασία