ξυστός
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
↓ πτώσεις | ενικός | |||||
---|---|---|---|---|---|---|
γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
ονομαστική | ο | ξυστός | η | ξυστή | το | ξυστό |
γενική | του | ξυστού | της | ξυστής | του | ξυστού |
αιτιατική | τον | ξυστό | την | ξυστή | το | ξυστό |
κλητική | ξυστέ | ξυστή | ξυστό | |||
↓ πτώσεις | πληθυντικός | |||||
γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
ονομαστική | οι | ξυστοί | οι | ξυστές | τα | ξυστά |
γενική | των | ξυστών | των | ξυστών | των | ξυστών |
αιτιατική | τους | ξυστούς | τις | ξυστές | τα | ξυστά |
κλητική | ξυστοί | ξυστές | ξυστά | |||
Κατηγορία όπως «καλός» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές |
Ετυμολογία επεξεργασία
- ξυστός < ξύνω < αρχαία ελληνική ξύω
Προφορά επεξεργασία
Επίθετο επεξεργασία
ξυστός, -ή, -ό :
- που μπορεί ή πρέπει να ξυθεί ή που είναι ήδη ξυσμένος ή λειασμένος
- ξυστή κάρτα στάθμευσης
Ουσιαστικό επεξεργασία
ξυστός αρσενικό
- το κάτω μέρος της καραμπίνας το οποίο λέγεται και πάπια
- σημάδευε με το δεξί χέρι στη σκανδάλη και με το αριστερό στον ξύλινο ξυστό
- ονομασία του Πάπα Ξυστού (γυαλισμένου τρόπον τινά) που έγινε με παραφθορά Σίξτος Β΄
- αρχαία ελληνική: το τμήμα των γυμναστηρίων που ήταν στεγασμένο και είχε λειασμένο δάπεδο
Συγγενικά επεξεργασία
- ξυράφι
- ξυρίζω
- ξυρόν (αρχαία ελληνική το ξυράφι)
- ξύση
- ξύσιμο
- ξύσμα
- ξύστης
- ξυστό
- ξύστρα
- ξυστρί
- ξύστρον
Μεταφράσεις επεξεργασία
ξυστός
|