ξυρόν
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
Ετυμολογία επεξεργασία
- ξυρόν < αρχαία ελληνική ξυρόν < ξύω < πρωτοϊνδοευρωπαϊκή ρίζα *ksunyo
Ουσιαστικό επεξεργασία
ξυρόν ουδέτερο
Άλλες μορφές επεξεργασία
Εκφράσεις επεξεργασία
Μεταφράσεις επεξεργασία
ξυρόν
|