Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

  Ετυμολογία επεξεργασία

ξυστό < ουδέτερο του επίθετου ξυστός

  Προφορά επεξεργασία

ΔΦΑ : /ksiˈsto/

  Ουσιαστικό επεξεργασία

ξυστό ουδέτερο, μόνο στον ενικό

  • είδος λαχείου που αποκαλύπτεται με το ξύσιμο μιας επιφάνειας

Δείτε επίσης επεξεργασία

  Μεταφράσεις επεξεργασία

  Κλιτικός τύπος επιθέτου επεξεργασία

ξυστό