Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

  Ετυμολογία επεξεργασία

ξυστά < ξυστός

  Επίρρημα επεξεργασία

ξυστά

  1. ακουμπιστά με μεγάλη ορμή χωρίς σύγκρουση
    Αυτή η μπαλιά πέρασε ξυστά από δίπλα μου!

  Μεταφράσεις επεξεργασία

  Κλιτικός τύπος επιθέτου επεξεργασία

ξυστά