ξύσμα
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | το | ξύσμα | τα | ξύσματα |
γενική | του | ξύσματος | των | ξυσμάτων |
αιτιατική | το | ξύσμα | τα | ξύσματα |
κλητική | ξύσμα | ξύσματα | ||
Κατηγορία όπως «κύμα» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία επεξεργασία
- ξύσμα < (κληρονομημένο) αρχαία ελληνική ξύσμα[1] < ξύω
Προφορά επεξεργασία
- ΔΦΑ : /ˈksi.zma/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : ξύ‐σμα
Ουσιαστικό επεξεργασία
ξύσμα ουδέτερο
- κάτι που προέρχεται από το ξύσιμο ενός αντικειμένου
- ↪ προσθέτουμε λίγο ξύσμα λεμονιού πριν πάρει βράση
- ↪ έχει γεμίσει τον τόπο με ξύσματα από τα μολύβια της
Συνώνυμα επεξεργασία
Συγγενικά επεξεργασία
- → δείτε τη λέξη ξύνω
Μεταφράσεις επεξεργασία
Αναφορές επεξεργασία
- ↑ ξύσμα - Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής (1998) του Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη (συντομογραφίες-σύμβολα). Η Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας
Αρχαία ελληνικά (grc) επεξεργασία
Πηγές επεξεργασία
- ξύσμα - ΛΟΓΕΙΟΝ (αγγλικά, από το 2011) Λεξικά για την αρχαία ελληνική και λατινική γλώσσα (στα αγγλικά, γαλλικά, ισπανικά, κ.λπ.) Πανεπιστήμιο του Σικάγου.