Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική το ξύσμα τα ξύσματα
      γενική του ξύσματος των ξυσμάτων
    αιτιατική το ξύσμα τα ξύσματα
     κλητική ξύσμα ξύσματα
Κατηγορία όπως «κύμα» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία επεξεργασία

ξύσμα < (κληρονομημένο) αρχαία ελληνική ξύσμα[1] < ξύω
 
Ένα μπολ με ξύσμα λεμονιού.

  Προφορά επεξεργασία

ΔΦΑ : /ˈksi.zma/
τυπογραφικός συλλαβισμός: ξύ‐σμα

  Ουσιαστικό επεξεργασία

ξύσμα ουδέτερο

  • κάτι που προέρχεται από το ξύσιμο ενός αντικειμένου
    προσθέτουμε λίγο ξύσμα λεμονιού πριν πάρει βράση
    έχει γεμίσει τον τόπο με ξύσματα από τα μολύβια της

Συνώνυμα επεξεργασία

Συγγενικά επεξεργασία

  • → δείτε τη λέξη ξύνω

  Μεταφράσεις επεξεργασία

  Αναφορές επεξεργασία



Αρχαία ελληνικά (grc) επεξεργασία

ζητούμενο λήμμα

  Πηγές επεξεργασία