Δείτε επίσης: Μύλος

Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική ο μύλος οι μύλοι
      γενική του μύλου των μύλων
    αιτιατική τον μύλο τους μύλους
     κλητική μύλε μύλοι
Κατηγορία όπως «δρόμος» - Παράρτημα:Ουσιαστικά
 
Μύλοι στην Ολλανδία.
 
Χειροκίνητος μύλος του καφέ.
 
Μύλος όπλου.
 
Παιδικοί μύλοι με φτερά που γυρίζουν στον αέρα.

  Ετυμολογία επεξεργασία

μύλος < (κληρονομημένο) ελληνιστική κοινή μύλος < αρχαία ελληνική μύλη < πρωτοϊνδοευρωπαϊκή ρίζα *melh₂- (αλέθω, συνθλίβω)

  Προφορά επεξεργασία

ΔΦΑ : /ˈmi.los/
ομόηχο: Μήλος
τυπογραφικός συλλαβισμός: μύ‐λος

  Ουσιαστικό επεξεργασία

μύλος αρσενικό

  1. το οικοδόμημα όπου γίνεται η άλεση καρπών
  2. η βιομηχανική ή βιοτεχνική εγκατάσταση - εργαστήριο όπου γίνεται άλεση καρπών
  3. το αντικείμενο που χρησιμοποιείται κυρίως στην κουζίνα για την άλεση διάφορων σπόρων ή καρπών όπως πιπέρι, καφές, πατάτα, ντομάτα κ.α., κλειστού ή ανοικτού τύπου
    για να γίνει πιο πηχτή η σούπα, περάστε τα λαχανικά από το μύλο
  4. η μηχανή παραγωγής κιμά (κρεατομηχανή)
  5. το κυλινδρικό τμήμα ενός περίστροφου, όπου μπαίνουν οι σφαίρες
  6. ο παλαιότερος τύπος φυσιγγιοθήκης οπλοπολυβόλων
  7. ο πτερωτός μηχανισμός του ανεμόπτερου
  8. ο εξωτερικός μηχανικός εξοπλισμός καπνοδόχου
  9. (μεταφορικά) μια πολύ μπερδεμένη κατάσταση
    με αυτόν έχουμε γίνει μύλος
  10. η μεγάλη ψυχαγωγική κατασκευή - διάταξη σε λούνα παρκ, η ρόδα
  11. η μικρή οριζόντια περιστροφική κατασκευή ψυχαγωγίας παιδιών
  12. (παιχνίδι)
    1. παιδικό παιχνίδι προσχολικής ηλικίας «ανεμόμυλος», το φουρφούρι
    2. το ξύλινο περιστροφικό παιχνίδι παραγωγής ήχου, κρόταλο, (ροκάνα)

Συγγενικά επεξεργασία

Σύνθετα επεξεργασία

Πατώντας εδώ θα δείτε όλες τις λέξεις του Βικιλεξικού που αρχίζουν με «μυλος-» (νέα ελληνικά)
  •   Αντίστροφο λεξικό του Βικιλεξικού:

  Πατώντας εδώ θα δείτε όλες τις λέξεις του Βικιλεξικού που λήγουν σε «-μυλος»
όπως ενδεικτικά

Δείτε επίσης επεξεργασία

  Μεταφράσεις επεξεργασία