κιμάς
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | ο | κιμάς | οι | κιμάδες |
γενική | του | κιμά | των | κιμάδων |
αιτιατική | τον | κιμά | τους | κιμάδες |
κλητική | κιμά | κιμάδες | ||
Κατηγορία όπως «ψαράς» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία επεξεργασία
- κιμάς < (άμεσο δάνειο) τουρκική kıyma + -ς
Προφορά επεξεργασία
Ουσιαστικό επεξεργασία
κιμάς αρσενικό
- αλεσμένο κρέας, συνήθως βοδινό ή μοσχαρίσιο
Εκφράσεις επεξεργασία
- θα σε κάνω κιμά: θα σε δείρω ή θα σε πλήξω οικονομικά-κοινωνικά
- έγινε κιμάς: για θανάσιμο τραύμα που παραμόρφωσε ανεπανόρθωτα το σώμα
- ή ταν ή επι τας ή κιμάς: για εξαϋλωμένο πτώμα στρατιώτη, ή για χαμένους νεκρούς (όταν δεν υπάρχει πτώμα και δεν ισχύει πρακτικά το αρχαίο ρητό)