ροκάνα
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | η | ροκάνα | οι | ροκάνες |
γενική | της | ροκάνας | — | |
αιτιατική | τη | ροκάνα | τις | ροκάνες |
κλητική | ροκάνα | ροκάνες | ||
Η γενική πληθυντικού σε -ών δε συνηθίζεται. | ||||
Κατηγορία όπως «πείνα» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία επεξεργασία
- ροκάνα < πιθανόν ροκάν(ι) + κατάληξη θηλυκού -α[1]
- για το εργαλείο «πλάνη» < ροκάνι + μεγεθυντικό επίθημα -α
Προφορά επεξεργασία
- ΔΦΑ : /ɾoˈka.na/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : ρο‐κά‐να
Ουσιαστικό επεξεργασία
ροκάνα θηλυκό
- είδος ξύλινου κρόταλου με χειρολαβή που χρησιμοποιείται για την περιστροφή και παραγωγή ξηρού, δυνατού ήχου
- ※ Φαίνεται ὅμως ὅτι λίαν ἐνωρὶς εἶχε βαρυνθῇ ὁ Ζεὺς τὴν μονότονον, ἐν μέσῳ τῶν ὡς ῥοκάναι περιστρεφομένων ἀστέρων, διασκέδασίν του. (Κωνσταντίνος Σκόκος, Η περί ανθρωπογονίας των Αθηνών, στο Γελοιογραφικόν Ημερολόγιον του Έτους 1886)
- (εργαλείο) η πλάνη, το ροκάνι
Μεταφράσεις επεξεργασία
Προφορά επεξεργασία
- ↑ ροκάνα - Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής (1998) του Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη (συντομογραφίες-σύμβολα). Η Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας