Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία


↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική το μεγεθυντικό τα μεγεθυντικά
      γενική του μεγεθυντικού των μεγεθυντικών
    αιτιατική το μεγεθυντικό τα μεγεθυντικά
     κλητική μεγεθυντικό μεγεθυντικά
Κατηγορία όπως «βουνό» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία επεξεργασία

μεγεθυντικό < ουσιαστικοποιημένο ουδέτερο μεγεθυντικός

  Ουσιαστικό επεξεργασία

μεγεθυντικό ουδέτερο

  1. λέξη που παράγεται από άλλη λέξη και μεγαλώνει (ή υπερβάλλει) τη λέξη από την οποία προέρχεται, κατάληξη -ας και -άς κεφάλας, δοντάς, κοιλαράς
    η κουτάλα και η τριχάρα είναι μεγεθυντικά των λέξεων κουτάλι και τρίχα'

Συνώνυμα επεξεργασία

Αντώνυμα επεξεργασία

  Μεταφράσεις επεξεργασία

  Κλιτικός τύπος επιθέτου επεξεργασία

μεγεθυντικό