Δείτε επίσης: οἰκοδόμημα

Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική το οικοδόμημα τα οικοδομήματα
      γενική του οικοδομήματος των οικοδομημάτων
    αιτιατική το οικοδόμημα τα οικοδομήματα
     κλητική οικοδόμημα οικοδομήματα
Κατηγορία όπως «όνομα» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία επεξεργασία

οικοδόμημα < (διαχρονικό δάνειο) αρχαία ελληνική οἰκοδόμημα[1]. Αναλύεται σε οικοδομ(ώ) + -ημα

  Προφορά επεξεργασία

ΔΦΑ : /i.koˈðo.mi.ma/
τυπογραφικός συλλαβισμός: οι‐κο‐δό‐μη‐μα

  Ουσιαστικό επεξεργασία

οικοδόμημα ουδέτερο

  1. κτήριο ή άλλο οικοδομικό έργο
  2. (μεταφορικά) οτιδήποτε έχει δημιουργηθεί με μακρόχρονη κοινή συνεισφορά

Συνώνυμα επεξεργασία

  Μεταφράσεις επεξεργασία

  Αναφορές επεξεργασία