Δείτε επίσης: σφαῖρα

Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η σφαίρα οι σφαίρες
      γενική της σφαίρας των σφαιρών
    αιτιατική τη σφαίρα τις σφαίρες
     κλητική σφαίρα σφαίρες
Κατηγορία όπως «σοφία» - Παράρτημα:Ουσιαστικά
 
Διακοσμητική σφαίρα σε σιντριβάνι στον Άγιο Μαρίνο.
 
Η γήινη σφαίρα σε φωτογραφία της NASA.
 
Τρεις σφαίρες πυροβόλου.
 
Αθλήτρια της σφαίρας.

  Ετυμολογία επεξεργασία

σφαίρα < (διαχρονικό δάνειο) αρχαία ελληνική σφαῖρα[1]

  Προφορά επεξεργασία

ΔΦΑ : /ˈsfe.ɾa/
τυπογραφικός συλλαβισμός: σφαί‐ρα

  Ουσιαστικό επεξεργασία

σφαίρα θηλυκό

  1. (γεωμετρία, στερεομετρία) το γεωμετρικό στερεό στο οποίο όλα τα σημεία της επιφάνειας ισαπέχουν από το κέντρο του
  2. (συνεκδοχικά) κάθε αντικείμενο που έχει σφαιρικό σχήμα
    η Γη είναι μια σφαίρα
  3. (μεταφορικά) νοητός χώρος με μία χαρακτηριστική ιδιότητα
    η σφαίρα του φανταστικού, η σφαίρα του εφικτού, η σφαίρα των ιδεών
  4. (μεταφορικά) πεδίο δράσης, περιοχή δικαιοδοσίας
    → δείτε την έκφραση δημόσια σφαίρα
  5. (πυρομαχικά) βολίδα φορητού πυροβόλου όπλου, μπόλι, φυσέκι, φυσίγγιο
  6. (αθλητισμός) μεταλλικό σφαιρικό αντικείμενο συγκεκριμένου μεγέθους που χρησιμοποιείται σε άθλημα
  7. (συνεκδοχικά) η σφαιροβολία

Πολυλεκτικοί όροι επεξεργασία

Εκφράσεις επεξεργασία

Συγγενικά επεξεργασία

  Μεταφράσεις επεξεργασία

Μεταφράσεις προς κατάταξη κατά έννοια

  Αναφορές επεξεργασία