Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η μαϊμού οι μαϊμούδες
      γενική της μαϊμούς των μαϊμούδων
    αιτιατική τη μαϊμού τις μαϊμούδες
     κλητική μαϊμού μαϊμούδες
Κατηγορία όπως «αλεπού» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία επεξεργασία

μαϊμού < (κληρονομημένο) μεσαιωνική ελληνική μαϊμού < οθωμανική τουρκική میمون (τουρκική maymun) < αραβική مَيْمُون (maymuun)
 
Μια μαϊμού.

  Προφορά επεξεργασία

ΔΦΑ : /maiˈmu/ με συνίζηση
τυπογραφικός συλλαβισμός: μαi̯‐μού

  Ουσιαστικό επεξεργασία

μαϊμού θηλυκό

  1. (θηλαστικό ζώο) μικρόσωμος, ευκίνητος πίθηκος με μακριά ουρά
  2. (μεταφορικά) έξυπνος, χαριτωμένος (ιδίως για κορίτσι)
  3. (μεταφορικά) άσχημος ή πονηρός και κατεργάρης άνθρωπος
  4. (μεταφορικά) μεταμφίεση κλεμμένου αντικειμένου, κυρίως αυτοκινήτου
  5. (μεταφορικά) φτηνή απομίμηση αντικειμένου ή ιδέας

Εκφράσεις επεξεργασία

Συγγενικά επεξεργασία

  Μεταφράσεις επεξεργασία

  Πηγές επεξεργασία



Μεσαιωνικά ελληνικά (gkm) επεξεργασία

  Ετυμολογία επεξεργασία

μαϊμού < (άμεσο δάνειο) οθωμανική τουρκική میمون (τουρκική maymun) < αραβική مَيْمُون (maymuun). Διαφορετική η ετυμολογία ως τοπωνυμίου.

  Ουσιαστικό επεξεργασία

μαϊμού θηλυκό

Κλιτικοί τύποι επεξεργασία

  Πηγές επεξεργασία