Αρχική σελίδα
Τυχαίο
Σύνδεση
Ρυθμίσεις
Δωρεές
Σχετικά με Βικιλεξικό
Αποποίηση ευθυνών
Αναζήτηση
μαϊμούδισμα
Γλώσσα
Παρακολούθηση
Επεξεργασία
Πίνακας περιεχομένων
1
Νέα ελληνικά
(el)
1.1
Ετυμολογία
1.2
Ουσιαστικό
1.2.1
Μεταφράσεις
Νέα ελληνικά
(el)
επεξεργασία
προσχέδιο λήμματος
: μπορείτε να βοηθήσετε
επεκτείνοντάς το λήμμα
↓
πτώσεις
ενικός
πληθυντικός
ονομαστική
το
μαϊμούδισμα
τα
μαϊμουδίσμα
τ
α
γενική
του
μαϊμουδίσμα
τ
ος
των
μαϊμουδισμά
τ
ων
αιτιατική
το
μαϊμούδισμα
τα
μαϊμουδίσμα
τ
α
κλητική
μαϊμούδισμα
μαϊμουδίσμα
τ
α
Κατηγορία
όπως «
όνομα
» -
Παράρτημα:Ουσιαστικά
Ετυμολογία
επεξεργασία
μαϊμούδισμα
<
μαϊμουδίζω
+
-ισμα
Ουσιαστικό
επεξεργασία
μαϊμούδισμα
ουδέτερο
η συμπεριφορά που θυμίζει
μαϊμού
σε πονηριές αλλά κυρίως σε άκριτες
μιμήσεις
Μεταφράσεις
επεξεργασία
μαϊμούδισμα