Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία


↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική το μαϊμούδισμα τα μαϊμουδίσματα
      γενική του μαϊμουδίσματος των μαϊμουδισμάτων
    αιτιατική το μαϊμούδισμα τα μαϊμουδίσματα
     κλητική μαϊμούδισμα μαϊμουδίσματα
Κατηγορία όπως «όνομα» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία επεξεργασία

μαϊμούδισμα < μαϊμουδίζω + -ισμα

  Ουσιαστικό επεξεργασία

μαϊμούδισμα ουδέτερο

  • η συμπεριφορά που θυμίζει μαϊμού σε πονηριές αλλά κυρίως σε άκριτες μιμήσεις

  Μεταφράσεις επεξεργασία