Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η μαϊμουδίτσα οι μαϊμουδίτσες
      γενική της μαϊμουδίτσας
    αιτιατική τη μαϊμουδίτσα τις μαϊμουδίτσες
     κλητική μαϊμουδίτσα μαϊμουδίτσες
Η γενική πληθυντικού σε -ών δε συνηθίζεται.
Κατηγορία όπως «πείνα» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία επεξεργασία

μαϊμουδίτσα < υποκοριστικό του μαϊμού

  Ουσιαστικό επεξεργασία

μαϊμουδίτσα θηλυκό

  • τρυφερός (ή και όχι) χαρακτηρισμός παιδιών και ενηλίκων που συμπεριφέρονται μιμητικά ή πρωτόγονα

  Μεταφράσεις επεξεργασία