κατάκοπος
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
Ετυμολογία επεξεργασία
- κατάκοπος < (κληρονομημένο) ελληνιστική κοινή κατάκοπος < κατακόπτω < κατά + κόπτω < πρωτοϊνδοευρωπαϊκή *kop-[1] (χτυπώ, πελεκώ)
Προφορά επεξεργασία
- ΔΦΑ : /kaˈta.ko.pos/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : κα‐τά‐κο‐πος
Επίθετο επεξεργασία
κατάκοπος, -η, -ο
- που είναι πολύ κουρασμένος
Συνώνυμα επεξεργασία
- κατακουρασμένος
- εξαντλημένος
- κρεπαρισμένος, μπιελάρ (οικεία)
Συγγενικά επεξεργασία
Μεταφράσεις επεξεργασία
Αρχαία ελληνικά (grc) επεξεργασία
Ετυμολογία επεξεργασία
- κατάκοπος < αρχαία ελληνική κατακόπτω < κατά- + κόπτω < πρωτοϊνδοευρωπαϊκή *kop-[1] (χτυπώ, πελεκώ)
Επίθετο επεξεργασία
κατάκοπος, -ος, -ον
- (ελληνιστική κοινή) που είναι πολύ κουρασμένος, κατάκοπος, καταπονημένος
- (ελληνιστική κοινή) πληκτικός, βαρετός
Συγγενικά επεξεργασία
Αναφορές επεξεργασία
- ↑ 1,0 1,1 Beekes, Robert S. P. (2010) Etymological Dictionary of Greek. [Ετυμολογικό λεξικό της ελληνικής γλώσσας] (στα αγγλικά) με την αρωγή του Lucien van Beek. Leiden: Brill. Τόμοι 1‑2.