Δείτε επίσης: κατα-, κάτα

Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

  Ετυμολογία επεξεργασία

κατά < (κληρονομημένο) αρχαία ελληνική κατά[1]

  Προφορά επεξεργασία

ΔΦΑ : /kaˈta/ (στη σημασία: εναντίον)
τυπογραφικός συλλαβισμός: κα‐τά
ΔΦΑ : /kata/ (άτονο, ενωμένο με την επόμενη λέξη)
τυπογραφικός συλλαβισμός: κα‐τά

  Πρόθεση επεξεργασία

κατά, κατ' ή καθ'

  1. (+ γενική) εναντίον
    κατά παντός υπευθύνου
    κατά του κράτους
  2. (+ αιτιατική)
    1. με χρονική σημασία· γύρω, περίπου
      Θα έρθω κατά τις 6 το απόγευμα.
      Θα βρεθούμε κατά το μεσημεράκι.
      • (ειδικότερα) σε κάποια χρονική στιγμή που διαρκούσε κάτι
        κατά την ομιλία του Πρωθυπουργού
      • (ειδικότερα), συνήθως ως κατά τη διάρκεια
        κατά τη διάρκεια του ταξιδιού
    2. δηλώνει το πρόσωπο που κρίνει· σύμφωνα με κάποιον
      κατά την άποψή μου
      κατά τους στωικούς

Εκφράσεις επεξεργασία

Παροιμίες επεξεργασία

Συγγενικά επεξεργασία

  Μεταφράσεις επεξεργασία

  Αναφορές επεξεργασία



Μεσαιωνικά ελληνικά (gkm) επεξεργασία

  Ετυμολογία επεξεργασία

κατά < (κληρονομημένο) αρχαία ελληνική κατά

  Πρόθεση επεξεργασία

κατά

  1. εναντίον
  2. κάπου κοντά
  3. σε σχέση με, σύμφωνα με
  4. όσο διαρκεί κάτι

Εκφράσεις επεξεργασία

  • κατὰ καιρόν: πότε πότε, κατά εποχές
  • κατὰ λόγον: λέξη προς λέξη
  • κατὰ μέρος: λεπτομερειακά, ένα προς ένα
  • κατ' ἰδίαν, κατ' ἰδίας: χωριστά, ιδαιτέρως

Συγγενικά επεξεργασία

  Πηγές επεξεργασία



Αρχαία ελληνικά (grc) επεξεργασία

  Ετυμολογία επεξεργασία

κατά < λείπει η ετυμολογία

  Πρόθεση επεξεργασία

κατά [κᾰτᾰ]

  1. (+ γενική)
    1. προς, δηλώνοντας κίνηση προς τα κάτω ή, γενικότερα,πάνω
    2. εναντίον
  2. (+αιτιατική)
    1. κίνηση προς τα κάτω, ή σε μια έκταση
      κατὰ γῆν καὶ θάλασσαν: σε ξηρά και θάλασσα
    2. απέναντι
    3. στη διάρκεια
      καθ' ἡμέραν: καθημερινά
    4. σύμφωνα με

Άλλες μορφές επεξεργασία

Συγγενικά επεξεργασία

  Πηγές επεξεργασία