κουρασμένος
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
Ετυμολογία επεξεργασία
- κουρασμένος < μετοχή παθητικού παρακειμένου κουράζομαι
Προφορά επεξεργασία
- ΔΦΑ : /ku.ɾaˈzme.nos/
Μετοχή επεξεργασία
κουρασμένος, -η, -ο
- που έχει κουραστεί, που νιώθει κούραση
- (μεταφορικά) που διακρίνεται από έλλειψη πρωτοτυπίας, ή φρεσκάδας