επίκουρος
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
Ετυμολογία επεξεργασία
- επίκουρος < αρχαία ελληνική ἐπίκουρος < ἐπί (επί-) + *κοῦρος < πρωτοϊνδοευρωπαϊκή ρίζα *ḱers (τρέχω) (πβ λατινικά curro)
Επίθετο επεξεργασία
επίκουρος, -η, -ο
Πολυλεκτικοί όροι επεξεργασία
Ουσιαστικό επεξεργασία
↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | ο/η | επίκουρος | οι | επίκουροι |
γενική | του/της του |
επικούρου επίκουρου |
των | επικούρων |
αιτιατική | τον/την | επίκουρο | τους/τις τους |
επικούρους επίκουρους |
κλητική | επίκουρε | επίκουροι | ||
Οι δεύτεροι τύποι, μόνον για το αρσενικό. | ||||
Κατηγορία όπως «κάτοικος» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
επίκουρος αρσενικό ή θηλυκό
- ο βοηθός
Άλλες μορφές επεξεργασία
- (θηλυκό) επίκουρη