Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική ο/η βοηθός οι βοηθοί
      γενική του/της βοηθού των βοηθών
    αιτιατική τον/τη βοηθό τους/τις βοηθούς
     κλητική βοηθέ βοηθοί
Κατηγορία όπως «γιατρός» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία επεξεργασία

βοηθός < (κληρονομημένο) αρχαία ελληνική βοηθός

  Προφορά επεξεργασία

ΔΦΑ : /voi̯ˈθos/
τυπογραφικός συλλαβισμός: βο‐η‐θός

  Ουσιαστικό επεξεργασία

βοηθός αρσενικό ή θηλυκό

  1. που βοηθάει, που συνδράμει
  2. που δουλεύει υπό τις οδηγίες κάποιου ιεραρχικά ανώτερου, που η εργασία του είναι δευτερεύουσα ή βοηθητική

Συγγενικά επεξεργασία

  Μεταφράσεις επεξεργασία



Αρχαία ελληνικά (grc) επεξεργασία

→ γένη αρσενικό & θηλυκό ουδέτερο
↓ πτώσεις       ενικός      
ονομαστική / βοηθός τὸ βοηθόν
      γενική τοῦ/τῆς βοηθοῦ τοῦ βοηθοῦ
      δοτική τῷ/τῇ βοηθ τῷ βοηθ
    αιτιατική τὸν/τὴν βοηθόν τὸ βοηθόν
     κλητική ! βοηθέ βοηθόν
↓ πτώσεις   πληθυντικός  
ονομαστική οἱ/αἱ βοηθοί τὰ βοηθᾰ́
      γενική τῶν βοηθῶν τῶν βοηθῶν
      δοτική τοῖς/ταῖς βοηθοῖς τοῖς βοηθοῖς
    αιτιατική τοὺς/τὰς βοηθούς τὰ βοηθᾰ́
     κλητική ! βοηθοί βοηθᾰ́
    δυϊκός  
ονομ-αιτ-κλ τὼ βοηθώ τὼ βοηθώ
      γεν-δοτ τοῖν βοηθοῖν τοῖν βοηθοῖν
2η κλίση, Κατηγορία 'βοηθός' όπως «βοηθός» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

  Ετυμολογία επεξεργασία

βοηθός < βοηθόος

  Επίθετο επεξεργασία

βοηθός, -ός, -όν

  1. που βοηθάει, που παρέχει βοήθεια
  2. βοηθητικός
  3. συμμαχικός
  4. (ουσιαστικοποιημένο) ο βοηθός

Συγγενικά επεξεργασία

  Πηγές επεξεργασία